εκπτύσσω

εκπτύσσω
(αόρ. εξέπτυξα) μετ. распускать;
развёртывать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εκπτύσσω" в других словарях:

  • εκπτύσσω — (Μ ἐκπτύσσω) ξετυλίγω …   Dictionary of Greek

  • ἐκπτυσσόμενα — ἐκπτύσσω unfold pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεφτώ — άω και ξεφτίζω και ξεφτύζω 1. (σχετικά με ενδύματα) χαλώ την ύφανση στην άκρη τού υφάσματος ώστε να μείνουν ξέφτια 2. φθείρομαι από την πολλή χρήση, αποκτώ ξεφτίδια 3. (για αντικείμενα) χάνω το επίχρισμά μου 4. χάνω την αξία μου, χρεωκοπώ,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»